γαλακτινος

γαλακτινος
    γαλάκτινος
    γᾰλάκτινος
    3
    молочно-белый
    

(στήθεα Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γαλακτινος" в других словарях:

  • γαλάκτινος — η, ο (Α γαλάκτινος, η, ον) λευκός σαν γάλα …   Dictionary of Greek

  • γαλάκτινον — γαλάκτινος milk white masc acc sg γαλάκτινος milk white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλάκτιν' — γαλάκτινα , γαλάκτινος milk white neut nom/voc/acc pl γαλάκτινε , γαλάκτινος milk white masc voc sg γαλάκτιναι , γαλάκτινος milk white fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»